Στο πρωτο σου το αντυκρισμα, στο πρωτο σου το χαδι, μικρο παιδι σαν
ημουνα, σε αγκαλιασα με αγκαλιασες, βουνισια ηλιακτιδα.
Μεγαλωσα, με γνωρισες, σε γνωρισα , και επαιζα μαζι σου.
Τις Ομορφιες που φωτιζες τις σιγοπερπατουσα, στους δρομους σου το
σουρουπο , ξενοιαστος τριγυρνουσα.
Τις νυκτες σαν κοιμομουνα τα αστερια σου μετρουσα.
Οταν με καλεσες γλυκεια μου ηλιακτιδα, χαρουμενος εντυθηκα αλλαξα την
στολη μου, για μενα εισουν, η Μαννα μου εισουνα η ζωη μου.
Η προσταγη σου υποταγη το καλος σου καμαρι, Πατριδα υπερασπιζαμε,
το καθε σου λιθαρι.
Οι Θαλασσες σου η πνοη μας. Και ταΝησια σου ελπιδα.
Ταξιδεψα σε τοπους μακρυνους, τα βραδυα στο ονειρο μου, ερχοσουν και
με αγκαλιαζες, βρησκωσουν στο πλευρο μου.
Εκεινος ο Ιουλης, αχαρος, ο υπνος μου εχαθη.
Τοτε βρεθηκες μοναχη, μονη και προδωμενη.
Την Κορη σου , την Κυπρο μας πισωπλατα την καρφωσε, το χερι του προδοτη.
Τρεξαμε δεν προλαβαμε, συγνωμη , της ζητουμε.
Τα χρονια τωρα περασαν ασπρισαν τα μαλλια μου, μα εχω εγγονια και παιδια,
ξερουν τα ονειρα μου.
Ιουλη 20 2οο8.
Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων.
No comments:
Post a Comment