Saturday, February 28, 2009

Στου ωκεανου το τελος

Στην ακρη της ακρογιαλιας, στου ωκεανου το τελος, ξενητεμενες Ελληνιδες
καθοντε και λενε μοιρολο ι.

Βλεπουν θολη την θαλασσα, το κυμα θυμωμενο.
Ακουν φωνες ελληνικες, φωνες ξενητεμενων, ακουν γεροντους να μιλουν,
γιαγιαδες να τους λενε.

Μαννα εσυ Ελλαδα μας, ανασα και πνοη μας, γιατι μας αφηνεις αφωνους
στης ξeνητειας τα μερη.

Ψαξε την γη ολογυρα, τις θαλασσες του κοσμου, εχεις παιδια Ελλαδα μας
που εχουνε παιδια, γεροντους που εχουν εγγονια, οπου τους περνουν την λαλια,
αλλων λαων θρανια.

Στους τοπους τουτης της ξενητειας, στις πορτες των σχολειων τους, ελληνικο
ειναι το αλφαβητο.
Ελλαδα αν μας αγαπα η ελληνικη ψυχη σου, ελλαδα εμεις φτιαχνουμε τα
σχολεια , στειλε μας τους δασκαλους.

Δεν θελουμε σχολεια της παπαδοκρατιας, θελουμε σχολεια Ελληνικα,
της γνωσhς της σοφιας .


Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων.

Friday, February 27, 2009

Στα γαλανα σου ματια

Στα γαλανα σου ματια, οι αρετες του κοσμου, και στο βαθυ σκοταδι,
οι αρχοντες του τρομου.

Σε σκοτεινες χαραδρες φτιαχνουν προγραματα, τον κοσμο ολον τωρα
πηραν τα κλαματα.

Στα γαλανα σου ματια οι βαρκες της ειρηνης, και σε βαθειες χαραδρες,
παιδια της Παλαιστηνης.

Τους κυκλους του πλανητη, τοξα κυκλωνουνε, βελη φαρμακωμενα την γη
πληγωνουνε.

Με βρωμηκο κονταρι, πισωπλατα κτυπανε, γιατι ζωη του ανθρωπου,
δεν νοιαζοντε, δεν ρωτανε.
Τα γαλανα σου ματια ελπιδες δεινουνε, τι απο την Αρχαια Ολυμπια το
φως τους περνουνε.

Τρεμουν τις αρετες σου και τις ιδεες σου, γιατι απο τα βαθυ των αιωνων,

κανεις το χρεος σου.


Παντα το φως νικαει και η λαμψις ερχεται, για μια ανασα η πλασι,
παντα προσευχετε.


Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων

Wednesday, February 18, 2009

Ψαχνω να βρω τον κορακα

Ψαχνω να βρω τον κορακα που τρωει τα σωτηκα σου,
για να του σπασω τα φτερα,
για να βρεις την υγεια σου.


Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων.

Sunday, February 08, 2009

προσκυνηταρι σε σουπερ μαρκετ

Ιουλιος 2008 στον Πυργο Ηλειας.

Σταματησαμε με την γυναικα μου σε ενα σουπερ μαρκετ του Πυργου,
για να ψωνισουμε.

Κατεβηκε η γυναικα μου, εγω μπαρκαρισα το αυτοκινητο και μπηκα στο
καταστημα.

Μπαινωντας μεσα, αριστερα ειχε ενα μεγαλο παραθυρο, και πισω ειχε
τα αλαντικα.

Πανω στο πρεβαζι του παραθυρου ειναι το προσκυνηταρι.
Διαφορες χριστιανικες εικονες.
Οταν ρωτησα εαν οι εικονες ειναι για πουλημα μου απαντησαν οχι.
Ρωτησα γιατι δεν εχουν και το αγαλμα της Αθηνας και του Απολλωνα,με
ρωτησαν σε τι πιστευω εγω, τους ειπα οτι ειμαι Ελληνας, και πιστευω
στην θρησκεια των Ελληνων.
Με ρωτησαν πια ειναι η εκκλησια μου, τους απαντησα οτι εκκλησια μου
ειναι ο Παρθενωνας. Ο ναος των Ελληνων.
Καποια ηληκιωμενη μου ειπε οτι ο παρθενωνας ειναι φτιαγμενος με σκατο
και κατουρο .
Και οτι πιστευω στα ειδωλα, της απαντησα οτι οι Ελληνες δεν ειναι
ειδωλωλατρες, αλλα ιδεολατρες.
Εφυγα αηδιασμενος και σκευτηκα τι ερπετα σερνοντε αναμεσα σου
περηφανε Ελληνα.


Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων

Το πρωτα σφυριγματα του ανεμου

Απομεσημερο του αυγουστου 2004 , καθησμενος στα λιοστασια του νοτου,
τα κλωναρια της ελιας χα ιδευουν το προσωπο μου.

Ο Αρης, ο ασπρος μου σκυλος , αφου του εκανα μπανιο, τινιαζοταν και ετρεχε,
αναγυρα στο λιοστασι.

Λιγο πιο κατω ο δρομος Πυργου - Τριπολεως βουη απο τα αυτοκινητα,
συνεχομενη και βιαστηκη.

Πιο περα τροχαιο με νεκρους και τραυματειες.
Ενα ελικοπτερο πετα γυρο μας.

Ομορφο μερος, δυτηκα βρησκετε το Ιονιο πελαγος, ανατολικα, τα βουνα της
Ολυμπιας, και της Αρκαδιας.

Στο ενα περιπου χιλιομετρο , βρησκετε η πολις του Πυργου. Αρχοντισσα αλλα και
φτωχομαννα.
Βορρια το σταχτοπρασινο δασος της ελιας, της θυγατερας του Ηλιου.



Καθισμενος σε μια παλια, σιδερενια καρεκλα, αφησα τον νου μου, και την
σκεψι μου, να τραβηξουν το αρμα της ζωης μου.

Το πρωτο σφυριγμα του ανεμου το ενοιωσα πανω στα βουνα της Αρκαδιας.
Γεννηθηκα στο ψηλοτερο χωριο της Αρκαδιας, της Πελλοπονησου,
σε χρονια δισεκτα, και δυστηχα .
Το χιλια ενιακοσια σαραντα δυο, μπαινοντας στο νοημα της ζωης, γνωρισα
ανθρωπους που η ζωη τους αρχιζε το 1860.
Τραβουσαν στα αυλακωμενα, απο τις ρυτηδες προσωπα τους, την ιστορια τους,
και τα ροζιασμενα χερια τους εργαλεια που παλευαν με την μαννα γη.

Η ματια τους γινοταν περιφανη, οταν μιλουσαν για πατριδα και ιστορια.
Μας ελεγαν για πολεμους , στην μικρα Ασια,για την μεγαλη ιδεα.
Κορμια φτιαγμενα απο σιδερο, ιδεες ελευτερες, μας μιλουσαν για προδοσια.

Μετα ηρθε ο δευτερος μαγκοσμιος πολεμος, εγραψαν τοτε το επος του 1940,
κατοχη, η μποτα το κακτητη παταγε τ α ιδανικα και τα ιερα χωματα των
ελληνων.
Οι δε ελληνες μαυραγοριτες, σαν βδελες κολημενες , απανω στα σακατεμενα κορμια
τους, ρουφουσαν το λιγοστο αιμα τους.

Αντισταση το μεγαλειο των Ελληνων, στα βουνα στην θαλασσα, στους καμπους,
οι αετοι της λευτεριας, εγραψαν την συνεχεια της Ελληνικης ιστοριας.

Το μεγα λαθος ο εμφυλιος, ας το κρινουν οι ιστορικοι του μελλοντος.

Τωρα ολοι μαζι ας πιαστουμε χερι χερι για τουτο εδω τον τοπο τον δικο μας
τοπο , για την γη των Ελληνων.

Για τουτον τον τοπο, που γεννησε, γιγαντες, ιδεες, ιστορια, αξιες, Δημοκρατια.
Βρησκομασθε στην πρωτη πενταετια της καινουργιας χιλιετιας, του δυο χιλιαδες.

Τα παντα τρεχουν με ταχυτητα, ολα παραξενα και απατηλα, στην ουσια η ζωη μας
εχει χασει την αξια της, πουλιετε στα μεγαλα παζαρια του κοσμου,
σε πληστηριασμο μεσο κομπλιουτερς.
Τοτε φερνω την σκεψιου πολλα πολλα χρονια πισω. το 1953.
Ο ηλιος αρχοντας της μερας, εσκαγιε τις πρωτες του ακτινες γελαστες, που
εκαναν τα βραχια ελαφροκοκινα.

Οσο ο ηλιος ανεβαινε τοσο οι ποιο τολμηρες ακτινες στις ποιο αποσκιες, γωνιες
των βουνων, και τις εκαναν φωτεινες.

Ξυπνησα, χωρις νερο στα ματια βγηκα στους βραχους για φωλιες,




Σκαρουδι, τοτε της ζωης, στης καλαμιας την διψα,περπατω ξυπολητο
εφτασα μποστα στο βραχο που ειχαν φτιαξη φωλιες τα πουλια.
ψηλα στο βραχο οι φωλιες των πουλιων, και μεσα τιτιβιζαν μικρα.

Καλοκαιρι του χιλια εννιακοσια πενηντα τρια.
Ο ηλιος καυτερος , ο τζιτζικας ελεγε το τραγουδι του μονοτονα.
θερος τα αλογα,και τα μουλαρια, κατα φαλαγγα πηγαινοερχονταν, αλλα ανηφοριζοντας, και αλλα κατηφοριζωντας, στις πλαγιες κουβαλουσαν τα δεματια
του θερισμου απο τα χωραφια στα αλωνια, φτιαχνοντας τις θεμωνιες.

Τα σπουργητια χωμενα μεσα στα δεματια, ετρωγαν τους σπορους του σιταριου,
χωρις να φοβουνται ,γιαυτο που εκαναν φωναζοντας δυνατα.

Ο πολεμος της επιβιωσης σληρος αλλα ωραιος.
Για πρωτη φορα τουτες τις θεμονιες θα τις αλωνιζαν με αλωνιστηκη μηχανη.

Το σηραχο στα αλωνια φορτωμενο θεμωνιες.
Οι γυναικες μετα χεροκτια στα χερια, και τις μαντηλες στο κεφαλι, κουβαλουσαν
νερο με τις βαρελες, φρεσκο ψωμι ψημενο στο φουρνο, με πουναρια,και
κοκκορα με χιλοπιτες, για αυτους που αλωνιζαν με τα αλογα.

Ο ηλιος ξεπροβαλε στην πετεριτσα, /κορυφογραμη/.
Θορυβος βαρυς ακουστηκε στις στροφες της παρπανιτσας, ερχοταν για πρωτη
φορα αλωνιστηκη μηχανη στο χωριο.

Ενα τσουρμο παιδια τρεξαμε, να δουμε πως θα αλωνιζε τα δεματια η μηχανη.
Ηταν ενα μεγαλο σιδερενιο θεριο, με τεσσερους τροχους, πολλα λουρια,
και τροχαλιες.

Ενα μεγαλο λουρι επιανε σε ενα τροχο στην μηχανη, και περνουσε σε ενα
τροχο στο τρακτερ, που γυρνουσε με πολλες στροφες,και εβαζε την μηχανη
σε κινηση.
Κοσκινα, τροχοι, φουγαρα, λουρια, γυριζαν ουρλιαζοντας απο βουη.
Στο πισω μερος της μηχανης ενας μεγαλος παγκος, επανω στο παγκο ενας
εργατης, και επανω στην μηχανη αλλος εργατης, για να τροφοδοτουν την
μηχανη με δεματια.

Μια μεγαλη καταπαχτη καταπινε τα δεματια στο πανω μερος , τα αρπαζαν
σιδερενια δοντια τα εξεναν , και πηγαιναν στο διαχωρισμο του καρπου,
απο το αχυρο.

Τουτο το μηχανημα αλωνισε δυο μερες, και ειχε αλωνιση απανω απο πενηντα
θεμωνιες.
Την τριτη μερα ολα ξεκινησαν καλα, μηχανη εργατες , αφεντηκα.
Το αχυρο γινονταν σορος , καρπος στα τσουβαλια και στην πλαστηγκα.
Ηταν απομεσημερο αρχες αυγουστου, ο ηλιος εγερνε προς τα βραχια της
κουκουβαγιας, το παληκαρι που ηταν ανεβασμενο, επανω στην μηχανη, και εσπρωχνε
τα δεματια στην καταπαχτη, γληστρησε και το ποδι του το αρπαξαν τα σιδερενια
δοντια της μηχανης, και το εξαναν λιγο ποιο πανω απο το γονατο.

Ο Λαμπης τοτε εικασιαχρονος, ξαπλωμενος στο αναχωμα του δρομου,
φωναζε τον φιλο του τον Γιωργη, αν εισαι φιλος παρε το τσεκουρι και σκοτωσεμε.

Φωναξαν τον ταξιντζη να παη το παληκαρι στην πολιτεια, δεν το πηγε γιατι δεν
ηξερε ποιος θα τον πληρωσει.
Ο Λαμπης πεθανε, το αλωνιστηκο συγκροτημα εφυγε.
τα αλογα και οι αλωνισταδες συνεχισαν τον παρχαιο τροπο, διαχωρισμου
του σιταριου απο την καλαμια.

Τοτε τα πρωτοβροχια ηρθαν νωρις, σπαρτος και τρυγος μαζι.
Η καμπανα για το σχολειο κτυπησε, μια πλακα και ενα κονδυλι,
μια πανινη σακκα ,για την καινουργια χρονια.


Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων

Monday, February 02, 2009

Το πεταγματους ταραξε εχθρο και εφιαλτες

Τουτοι οι αετοι που εσχισαν τα κυματα του Αιγαιου,
Ξερακιανοι, ηλιοκαμενοι, παιδια της γης του Μηνωα, Ελληνων παλληκαρια.

Με ανδρειωμενες τις καρδιες, της λευτεριας βλασταρια.
Βγηκαν στην γη της Αττικης, προσκηνησαν στον Παρθενωνα, και για την
γη τους μηλησαν.

Ο ερχομος τους ταραξε, εχθρο και εφιαλτες, αμεσως τις


τις στρατες κλεισανε.
Και για το καλοσωρισες, τους ραντισαν φαρμακια.

Σε σας το λεω που μπροστα στα αργυρια,μικραινη η καρδια σας.

Κατω τα χερια απο τους αετους, τους γιγαντες του Εθνους.
Τουτοι οι αετοι κουρνιαζουνε, σε ολη την Ελλαδα, Θρακη, Μακεδονια,
Ολυμπο, Μωρια, Κρητη , και Νησια, Ηπειρο Θεσσαλια.

Υπαρχουν αετοι και αετοπουλα, σε ολα της γης τα πλατη.
Ειναι οι Ελληνες της ξενητειας δεν εισθε μοναχοι σας.

Ξερω υπαρχουν διαταγες οχι λεφτα και προκοπη και λευτερια στα κρατη
Γιατι της παγκοσμιοποιησις το ονειρο εχαθη.

Ενιππεας τελευταιος των ζωεμπορων.